- μεταφωνώ
- μεταφωνῶ, -έω (ΑΜ) μσν. μιλώ σε κάποιον πάλι, προσφωνώ κάποιον ξανάαρχ.1. ομιλώ μεταξύ κάποιων («μετεφώνεε Μυρμιδόνεσσιν», Ομ. Ιλ.)2. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσαγορεύω κάποιον3. (κατ' επέκτ.) διατάσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + φωνῶ «μιλώ, ηχώ» (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.